-
1 ζωηρότητα
[зоиротита] ουσ. Θ. живость, оживление,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ζωηρότητα
-
2 яркость
ярк||остьж1. (цвета, красок) ἡ λάμ-ψη [-ις], ἡ λαμπ(ε)ρότητα [-ης], ἡ ζωηρότη-τα [-ης]·2. перен ἡ ζωηρότητα [-ης], ἡ λαμπρότητα [-ης]:\яркостьость описания ἡ ζωηρότητα τής περιγραφής, \яркостьость стиля ἡ ζωηρότητα τοῦ στύλ. -
3 оживление
оживление с 1) (веселье) η ιλαρότητα, η φαιδρότητα 2) (движение, суета) η ( ζωηρή) κίνηση, η ζωηρότητα* * *с1) ( веселье) η ιλαρότητα, η φαιδρότητα2) (движение, суета) η (ζωηρή) κίνηση, η ζωηρότητα -
4 живость
жи́вост||ьж ἡ ζωηρότητα [-ης], ἡ ζωντάνια:\живость ребенка ἡ ζωηράδα τοῦ παιδιού· \живость изложения ἡ ζωντάνια τῆς ἀφήγησης· с \живостьыо μέ ζωηρότητα. -
5 яркость
-и θ.1. φωτεινότητα, φαεινότητα, λαμπρότητα.2. ζωηρότητα, ένταση•яркость цвета η ζωηρότητα των χρωμάτων, ευκρίνεια ήχου.
-
6 бодрость
бодро||стьж τό σφρίγος, ἡ ζωηρότητα [-ης], ἡ ζωντάνια:\бодростьсть духа τό σθένος, ἡ ἡθική δύναμη. -
7 бойкость
бойк||остьж ἡ ζωηρότητα, ἡ ζωντάνια, ἡ εὐστροφία. -
8 вносить
вноситьнесов·1. φέρ(ν)ω/ είσάγω (внутрь)/ ἀνεβάζω, κουβαλῶ ἀπάνω (наверх)·2. (платить) συνεισφέρω, καταθέτω·3. (включать, вписывать) καταχωρώ, ἀναγράφω, ἐγγράφω:\вносить в список καταχωρώ (или ἐγγράφω) στον κατάλογο·4. (проект, предложение и т. п.) καταθέτω, είσηγοῦμαι, κάνω, ὑποβάλλω, προτείνω:\вносить поправки κάνω τροποποιήσεις, ὑποβάλλω τροπολογίες· ◊ \вносить оживление δίνω ζωντάνια, ἐπιφέρω ζωηρότητά \вносить раздо́ры προκαλώ (или φέρνω) διχόνοια -
9 живо
живонареч1. (очень сильно) Εντονα/ καθαρά, εὐκρινώς (отчетливо):она мне \живо напоминает сестру́ μοῦ θυμίζει ἐντονα τήν ἀδερφή μου· он \живо помнил все события αὐτός θυμόνταν καθαρά ὅλα τά γεγονότα·2. (оживленно) ζωηρά [-ῶς], μέ ζωηρότητα, ζωντανά·3. (быстро) разг γρήγορα:\живо сбегай за врачом τρέχα γρήγορα νά φωνάξεις τό γιατρό. -
10 игривость
игрив||остьж ἡ ζωηρότητα. -
11 несвойственный
несвойственн||ыйприл ἀσυνήθιστος, ἀνάρμοστος, ἀσυνήθης:с \несвойственныйым ему́ оживлением μέ ἀσυνήθη ζωηρότητα. -
12 оживление
ожив||лениес1. (действие) ἡ ἀναζωογόνηση[-ις]:\оживлениеление организма ἡ ἀναζωογόνηση τοῦ ὁργανισμού· экономическое \оживлениеление ἡ οἰκονομική ἀναζωογόνηση· \оживлениеление деятельности ἡ δραστηριοποίηση[-ις]·2. (веселость, живость) ἡ εὐθυμία, ἡ φαιδρότητα, ἡ Ιλαρότητα:веселое \оживлениеление ἡ Ιλαρότητα·3. (движение, суета) ἡ ζωηρότητα, ἡ ζωηράδα/ ἡ ζωηρή κίνηση (на улице и т. п.). -
13 оживленность
ожив||ленностьж ἡ ζωηρότητα, ἡ ζωντάνια / ἡ μεγάλη κίνηση, τό πολυσύχναστο (на улице и т. п.). -
14 подвижность
подви́жн||остьж1. τό εὐκίνητο[ν], ἡ κινητότητα [-ης]·2. (человека) ἡ ζωηρότητα, ἡ εὐκινησία. -
15 присущий
присущ||ийприл ἰδιάζων, προσήκων:с \присущийей ей живостью μέ τή ζωηρότητα, πού τήν διακρίνει· это \присущийе ему αὐτό τό ἰδίωμα τό ἔχει. -
16 сочность
сочн||остьж1. ἡ εὐχυμία·2. перен ἡ ζωηρότητα, ἡ μεστότητα. -
17 живость
[ζύβαστ*] ουσ. θ. ζωηρότητα -
18 оживленность
[αζυβλιόννασΓ] ουσ. Θ. ζωηρότητα -
19 резвость
[ριέζβαστ*] ουσ. θ. ζωηρότητα -
20 живость
[ζύβαστ'] ουσ θ ζωηρότητα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ζωηρότητα — ζωηρότητα, η και ζωηράδα, η το να είναι κάποιος ζωηρός: Θέλω ζωηράδα στη δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωηρότητα — και ζωηράδα, η [ζωηρός] η ιδιότητα τού ζωηρού, ζωτικότητα, δυναμικότητα, δραστηριότητα, σφρίγος, ένταση 2. μτφ. αποχαλίνωση, εκτροπή, παρεκτροπή, ερωτοπάθεια … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek